Ο Γιώργος Κιμούλης στη «Συνέντευξη» των Τέοντορ Χόλμαν και Τέο βαν Γκογκ,στο Θέατρο Αθηνών μαζί με τη Δήμητρα Ματσούκα. Εγώ πήγα στην παράσταση…
Γράφει ο Γιώργος Κοβός
Εκείνος σοβαρός πολεμικός ανταποκριτής, εκείνη (Δήμητρα Ματσούκα) μία τηλεοπτική σταρ. Πως μπορούν να συνυπάρξουν;
Μπορούν;
Για να καταλάβω, κάνω την αρχή με τον Γιώργο Κιμούλη…
-Παρακολούθησα την παράστασή σας και, κατά την διάρκειά της, άκουσα τους ήρωες να μιλάνε για «Οικονομική αποκτήνωση». Τι σημαίνει οικονομική αποκτήνωση;
«Αναφέρεται σε μία φράση του Κώστα Αξελού, που λέει: ο άνθρωπος έχει μεταμορφωθεί από "ζώον λόγον έχον" σε οικονομικό κτήνος. Τα πάντα γύρω μας πλέον δεν προσδιορίζονται με άλλον τρόπο, πέραν της χρηματικής τους αξίας. Το χρήμα και το κέρδος αντικατέστησαν όλες τις ανθρώπινες αξίες. Κοινότοπο, αλλά αληθινό. Πρέπει οπωσδήποτε να κρατήσουμε την ιδέα μιας κοινωνίας, που η μηχανή της δεν θα είναι η προσωπική ιδιοκτησία, η οποία μέσω της κληρονομικής συνέχειας διατηρεί τα μέσα παραγωγής στα ίδια χέρια κι έτσι δημιουργεί μία εγωιστική αμετροέπεια και μία ακραία απληστία, ενθρονίζοντας το Κέρδος, ως τη μεγαλύτερη ανθρώπινη αξία. Το κέρδος ως κινητήρια μηχανή της κοινωνικής ζωής είναι ακριβώς αυτό που πρέπει να εξαφανιστεί από την ανθρωπότητα, αν θέλουν οι άνθρωποι, να αποκτήσει ξανά η ανθρωπότητα ανθρώπινο πρόσωπο».
-Τι σημαίνει «αυτοί που τυφλώνουν, περιφρονούν τους τυφλούς»; Η ερώτηση έχει την απάντηση της στην κοινωνία;
«Είναι ένας στίχος του ποιητή Τζον Μίλτον, 17ου αιώνα, που πιο συγκεκριμένα λέει: "αυτοί που έβγαλαν τα μάτια όλου του κόσμου, τώρα τον κατηγορούν για την τύφλωσή του". Χρησιμοποιώντας το στην παράσταση για να περιγράψω το επάγγελμα του δημοσιογράφου και βέβαια έχει την απάντηση της στην κοινωνία, στον κάθε πολίτη. Σ’ αυτόν που αφέθηκε και βλέπει την πραγματικότητα μέσα από τα μάτια των ΜΜΕ. Σ’ αυτόν το νέο ανθρωπολογικό τύπο: τον μιντιακό άνθρωπο. Τον άνθρωπο, που έχει ανταλλάξει τη γνώση με την πληροφορία. Χρησιμοποιώντας τη φράση του Μαρξ περί ζωντανής και νεκρής εργασίας, μπορούμε να πούμε πως η αποστολή των ΜΜΕ είναι η εξής: "η ζωντανή πληροφορία να παράγεται συνεχώς, ώστε να μετασχηματισθεί σε νεκρή πληροφορία. Να αποκρυσταλλωθεί". Κι έτσι να μην έχει πια καμία αξία. Πώς μπορεί κάποιος ν’ αντισταθεί; Δεν ξέρω. Είναι ένα ακόμη ζητούμενο του σύγχρονου ανθρώπου».
-«Δεν υπάρχει δε μπορώ, υπάρχει δε θέλω». Τι σημαίνει για εσάς αυτή η φράση;
«Είναι μία φράση, που μου έλεγε
συνεχώς ο πατέρας μου νιτσεϊκά σκεπτόμενος. Υπερβολική τη θεωρούσα τότε και ίσως κι ακόμη τη θεωρώ κάπως υπερβολική, όσο κι αν με έχει επηρεάσει. Ουσιαστικά δεν κρύβει τίποτε άλλο απ’ τη διαρκή μάχη που πρέπει να δίνει ο άνθρωπος για να ξεφύγει από μοιρολατρική ερμηνεία, που μπορεί να δώσει κάποιος σε μια άλλη φράση που λέει: "ουδείς δυνατότερος του περιβάλλοντός του"! Στην εποχή που ζούμε δυστυχώς η αγωνία της προσαρμογής έχει αντικαταστήσει την ανάγκη μιας αλλαγής. Χρειάζεται λοιπόν κάποια στιγμή να γίνει αποδεκτή η θέληση της δύναμης, της μόνης δύναμης πάνω στη γη, που κινεί όλα τα όντα και τα κάνει να αλληλοσυγκρούονται, να συνδυάζονται, να ενώνονται, να ανακατεύονται αέναα».
-Οι περισσότεροι καταγγέλλουμε το χθες… το θέμα όμως είναι πως οραματιζόμαστε το αύριο, τι διεξόδους μπορούμε να βρούμε;
«Η σχέση του ανθρώπου με το χρόνο ήταν πάντα περίεργη. Πέρα απ’ τον υποκειμενικό χρόνο του καθενός, που φτιάχνει την προσωπική του ιστορία ο καθένας, υπάρχει και ο αντικειμενικός χρόνος, που δημιουργεί την ιστορία του Κόσμου. Χρειάζεται μία "επικίνδυνη" ισορροπία ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο, όπως και μία ισορροπία ανάμεσα στις τρεις διαστάσεις του χρόνου. Ο άνθρωπος βιώνει τον παρόντα χρόνο, αλλά η σκέψη του δεν μπορεί να τον συλλάβει, γιατί κινείται σε χρόνους που δεν υπάρχουν: στον παρελθόντα ή στον μέλλοντα χρόνο. Ή νοσταλγεί ή φαντάζεται. Μέχρι που να σκεφτεί τη λέξη "τώρα", αυτή έχει γίνει παρελθόν. Το παρελθόν όμως είναι κάτι, απ’ το οποίο δεν μπορείς να ξεφύγεις, γιατί δεν μπορείς να το αλλάξεις. Είμαστε και το παρελθόν μας.
Το πρόβλημα αρχίζει να δημιουργείται, όταν αντιμετωπίζεις το μέλλον σου σαν βουλκανιζατέρ του παρελθόντος. Όταν νομίζεις πως μπορείς να διορθώσεις το χθες με πράξεις του αύριο. Έτσι μένεις κολλημένος σ’ ένα χτες, που στην πραγματικότητα δεν ξέρεις τι να το κάνεις. Αυτό που μπορείς να αλλάξεις είναι μόνον το αύριο, το οποίο ούτως ή άλλως θα είναι διαφορετικό από το χτες. Αυτό όμως δε σημαίνει, πως δεν πρέπει να σέβεσαι το παρελθόν σου και να μην το αναλύεις, γιατί είναι σα να μη σέβεσαι και να μη θες να μάθεις τον ίδιο σου τον εαυτό. Οπότε το ζητούμενο είναι να είσαι ανοιχτός στο τώρα και στο αύριο και να σέβεσαι - όχι να κολλάς - στο χθες. Άλλωστε ανιστόρητος άνθρωπος - και όσον αφορά τον υποκειμενικό χρόνο και όσον αφορά τον αντικειμενικό - είναι ένας άνθρωπος χωρίς μέλλον. Να, λοιπόν γιατί χρειάζεται ισορροπία, έστω κι αν αυτή είναι μία επικίνδυνη σχοινοβασία».
-Στην παράστασή σας, ένα από τα θέματα που πραγματεύεστε είναι και τα ΜΜΕ. Υπάρχει αξιόπιστη ενημέρωση σήμερα;
«Στην πραγματικότητα υπάρχουν μόνον τρεις ερωτήσεις ουσίας, που κάθε δημοσιογράφος θα πρέπει να κάνει στον εαυτό του: "μπορεί να διατυπώνει ελεύθερα τις θέσεις του, έστω κι αν είναι αντίθετες με τα συμφέροντα των εκδοτών του ή έχει γίνει εκφραστής των συμφερόντων του κυρίαρχου πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου"; "Πώς αντιστέκεται ο κάθε δημοσιογράφος, όταν συνειδητοποιεί, πως ο ρόλος του έχει καταντήσει να είναι ο ρόλος κάποιου που υπερασπίζεται την πολιτική, οικονομική και κοινωνική ατζέντα των προνομιούχων ομάδων που κυριαρχούν στην κοινωνία και στο κράτος"; "Πόσες φορές ελέγχει τις πράξεις του και τις επιλογές του και βλέπει αν συνάδουν με τον δεοντολογικό κώδικα του επαγγέλματός του"; Αν δε θέτει καθημερινώς αυτές τις ερωτήσεις στον εαυτό του, δεν πρόκειται ποτέ να υπάρξει αξιόπιστη ενημέρωση».
-Ένας δημοσιογράφος που προέρχεται από τη «βαριά» ενημέρωση αναγκάζεται να πάρει μία συνέντευξη από μία σταρ της τηλεόρασης. Τελικά θα υπάρξει δυνατότητα σύγκλισης;
«Καμία περίπτωση σύγκλισης δεν υπάρχει. Και δεν πρέπει να υπάρχει. Είναι δύο διαφορετικοί κόσμοι και ως διαφορετικοί πρέπει να μείνουν».
-Εκτιμάται ότι διανύουμε την επιστροφή στην ουσία ή όχι;
«Εκτιμώ, πως διανύουμε την εποχή των διαπιστώσεων. Πόσο θα μείνουμε σ’ αυτήν, δεν ξέρω».
-Πολλοί μιλούν για φοβισμένη κοινωνία; Πιστεύετε ότι πράγματα είναι «φοβισμένη» η κοινωνία σήμερα;
«Όχι, απλώς φοβισμένη. Έντρομη! Ο Φουκό έλεγε: "η φυλακή ξεκινά πλέον πριν τις πύλες της. Ξεκινά απ’ τη στιγμή που φεύγεις απ’ το σπίτι σου". Υπάρχει μία διαρκής αίσθηση παρανομίας, που σε τυλίγει, όταν βγεις έξω απ’ το σπίτι σου μετά τη δύση του ήλιου. Περπατάς μόνος σου και κάθε ήχος βηματισμού, που ακούς πίσω σου, σου δημιουργεί φοβερή ανησυχία και η απειλή ενός μαχαιριού στο λαιμό σου είναι έντονη. Ενός μαχαιριού, που θα το κρατάει ένας σκουρόχρωμος, όπως φαντάζεσαι, μιας και έτσι σε έχουν πείσει, πως η απειλή είναι πάντα αλλοδαπή. Η οποιαδήποτε σκέψη ή διερώτηση περί ρατσισμού περνάει απ’ το μυαλού σου, φεύγει γρήγορα, ως κάτι το πολυτελές, γιατί η αγωνία να ξεφύγεις επιταχύνοντας το βήμα σου, διαγράφει τα πάντα. Την ίδια στιγμή, ο ιδιωτικός σου χώρος έχει σχεδόν καταργηθεί κι αυτό πλέον θεωρείται πλήρως αιτιολογημένο, άρα φυσικό και λογικό. Από την ασφάλεια των αεροδρομίων, που ελέγχει όχι μόνον τα πράγματά σου, αλλά κι εσένα ολόκληρο από την κορυφή μέχρι τα νύχια έως τα αποτυπώματα και την κόρη του ματιού σου, που θα σκανάρουν κατά την είσοδό σου σε κάποιες χώρες. Το ίδιο γίνεται και σε μία απλή βόλτα που μπορεί να κάνεις, όπου κάθε κίνησή σου μπορεί να καταγραφεί από τις κάμερες ασφαλείας, πράγμα που γίνεται και με τις πιστωτικές σου κάρτες και με τις αναζητήσεις σου στο διαδίκτυο. Η ευκολία που υπάρχει στην καταγραφή των τηλεφωνημάτων σου, των μηνυμάτων σου, των e-mail σου κ.λ.π. μέχρι το φάκελο σου στον Τειρεσία, είναι ανεξέλεγκτη. Παντού υπάρχουν συστήματα αποθήκευσης δεδομένων. Στα σχολεία, στα νοσοκομεία, στις υπηρεσίες. Παντού. Ο σύγχρονος άνθρωπος, ακόμη κι αν δεν το σκέφτεται κάθε μέρα, νιώθει διαρκώς πως κάτι τον παρακολουθεί, ενώ αυτός δεν μπορεί να το δει κι αν σ’ αυτό προσθέσουμε την εύκολη και πολλές φορές αναίτια προσαγωγή του στην αστυνομία, κατηγορούμενος μάλιστα έως και για τρομοκρατική δράση, όπου, απ’ όσα έχει διαβάσει ή ακούσει, μπορεί και να μην τηρηθεί κανένα συνταγματικό ή νομικό του δικαίωμα, δημιουργείται ένα σχεδόν καφκικό ενοχικό σύνδρομο, που του γεννά ένα μόνιμο απροσδιόριστο φόβο, ο οποίος τον παραλύει. Γύρω του ακούει συνέχεια φωνές και προτροπές να παρακολουθεί με προσοχή ύποπτες κινήσεις στα μέσα μαζικής μεταφοράς ή να παρακολουθεί με την ίδια προσοχή το τι κάνει ο γείτονάς του, με ποιους συναντάται ή πώς φοροδιαφεύγει και αναρωτιέται, αν και ο απέναντι έχει ακούσει τις ίδιες προτροπές και γι’ αυτόν; Και όπως αυτός παρακολουθεί, έτσι και κάποιος άλλος παρακολουθεί εκείνον. Δεν υπάρχει πλέον καμία εμπιστοσύνη σε κανέναν. Ασφάλεια πουθενά. Ούτε στην οικογένεια του, η οποία έχει καταλήξει να είναι ένας χώρος διαρκών απαιτήσεων, τις οποίες αδυνατεί να φέρει εις πέρας, ούτε στους φίλους του, μιας και η φιλία πλέον έχει αντικατασταθεί από το φεϊσμπουκικό “αίτημα φιλίας”. Την ίδια στιγμή κουβαλά το στίγμα του Χρεωμένου. Χρεωμένος σε κάποια τράπεζα για κάποιο δάνειο και με τις καινούργιες συνθήκες μελλοντικός άνεργος. Οποιαδήποτε αντίδραση είναι αποκλεισμένη. Ο εχθρός απ’ τον οποίον απειλείται είναι απροσδιόριστος. Ένας εχθρός, ο οποίος συστήνεται με άγνωστες και απροσδιόριστες ονομασίες, όπως: αγορές, οίκοι αξιολόγησης και ο οποίος τον βομβαρδίζει με ξενόγλωσσες λέξεις, που ακόμη κι αν ψάξει κάποιος να βρει τη μετάφρασή τους, δε θα καταλάβει τι ακριβώς εννοούν, όπως: PSI, EFSF, BUY BACK… Από παντού απειλείται και κανείς δεν μπορεί να τον υπερασπιστεί. Η πραγματικότητα την οποία βλέπει μόνον απ’ την τηλεόραση, ως γνήσιος μιντιακός πλέον, τον κατηγορεί συνέχεια, λέγοντάς του, πως ανήκει σε όλους αυτούς, που με κάποιον τρόπο έχουν παρανομήσει, ακόμη κι αν δεν “έφαγε μαζί με τους άλλους”, αδιαφόρησε, επειδή έτσι βολευόταν. Να αντισταθεί ή να διαδηλώσει τη διαφωνία του, του είναι από πολύ δύσκολο, όσο και ακραία επικίνδυνο. Χαμένος και χωμένος ανάμεσα σε κουκουλοφόρους αδιευκρίνιστης ιδεολογικής ταυτότητας, μάτ, γλομπ και δακρυγόνα και με τη δαμόκλειο σπάθη πάνω απ΄ το κεφάλι του, να κατηγορηθεί ακόμη και ως υπεύθυνος νέων δολοφονιών, προτιμά από τον δρόμο το κλειδωμένο δωμάτιό του. Άρα για ποιον φόβο μου μιλάς; Εδώ έχουμε να κάνουμε με ταινία τρόμου, όπου ο καθένας είναι πρωταγωνιστής και το τέλος της δεν έρχεται! Ο Όργουελ μπροστά σ’ αυτό που βιώνει κάποιος σήμερα, φαντάζει συγγραφέας αθώων παιδικών παραμυθιών. Ο καπιταλισμός χώρισε τους ανθρώπους σε άτομα και άφησε το καθένα μόνο του. Πώς θα γίνει η επανασύνδεση πάλι, χωρίς όμως να εκπέσουμε ξανά, στην ασέβεια της ατομικής αξίας μας, είναι το μελλοντικό αίτημα».
-Εάν σας συναντούσε ένας άνθρωπος στο δρόμο που δεν σας γνώριζε και σας ρωτούσε: Ποιος είναι ο Γιώργος Κιμούλης, τι θα του απαντούσατε;
«Προσθέστε κι εσείς τη γνώμη σας, στις γνώμες των άλλων. Το σύνολο όλων αυτών θα είμαι εγώ. Στο τέλος λίγο πριν φύγω, θα το μάθω κι εγώ»...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου